γαργαρισμός

γαργαρισμός
ο (Α γαργαρισμός) [γαργαρίζω]
το να κάνει κανείς γαργάρα
νεοελλ.
το υγρό που χρησιμοποιείται για γαργάρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γαργαρισμός — gargling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαργαρισμός — ο βλ. γαργάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαργαρισμόν — γαργαρισμός gargling masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγαργαρισμός — ἀναγαργαρισμός, ο (Α) [ἀναγαργαρίζω] γαργαρισμός, γαργάρα …   Dictionary of Greek

  • ανακογχυλιασμός — ἀνακογχυλιασμός, ο (Α) [ἀνακογχυλιάζω] το να κάνει κανείς γαργάρες, ο γαργαρισμός …   Dictionary of Greek

  • γαργάρισμα — το [γαργαρίζω] 1. ο γαργαρισμός* 2. το κελάρυσμα τού νερού …   Dictionary of Greek

  • γαργαριστήριον — γαργαριστήριον, το (Μ) [γαργαρισμός] γυάλινο δοχείο για γαργαρισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”